• MENU
  • ΜΝΗΜΕΙΑ

    Η πεδιάδα της Κόνιτσας και η ευρύτερη περιοχή της, στα βόρεια σύνορα του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αποτελεί ένα σημαντικό γεωπολιτικό σταυροδρόμι με ίχνη κατοίκισης ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Οι κοιλάδες του Αώου και των παραποτάμων του παρέχουν άμεσες προσβάσεις τόσο στις υπόλοιπες περιοχές της Ηπείρου, όσο και στις περιοχές της Μακεδονίας. Στη βορειοδυτική άκρη της πεδιάδας της Κόνιτσας, πάνω στη σύγχρονη ελληνοαλβανική μεθόριο, βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους ιστορικά οικισμούς της περιοχής. Η Μολυβδοσκέπαστη, σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του όρους Νεμέρτσικα (Μερόπη), και κοντά στη συμβολή των ποταμών Αώου και Σαρανταπόρου, είναι γνωστή από τις ιστορικές πηγές αλλά και γιατί στο χωριό σώζονται μερικά από τα σημαντικότερα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Ηπείρου.

    Το σημερινό όνομά της προέρχεται από τη γειτονική, περίφημη μονή της Παναγίας Μολυβδοσκέπαστης. Με το παλαιότερο όνομα, Διπαλίτσα, ο οικισμός συναντάται ήδη στα 1298, όταν αναφέρεται ως κέντρο της αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής, η οποία είχε ως έδρα το ναό των Αγίων Αποστόλων. Την εποχή αυτή η αρχιεπισκοπή κατέχει την 25η θέση στην λεγόμενη «Έκθεση» (κατάλογο επισκοπών) του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου, ενώ αργότερα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αναφέρεται στους καταλόγους των εξαρτημένων από το Οικουμενικό Πατριαρχείων αρχιεπισκοπών.

    Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο οικισμός πρέπει να γνωρίζει άνθηση και ιδιαίτερα κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία ανεγείρονται και διακοσμούνται αρκετά εκκλησιαστικά μνημεία στην περιοχή, ενώ η αρχιεπισκοπή, με έδρα πλέον τη μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου, αναφέρεται τρίτη στον κατάλογο του Πατριαρχείου. Η ανάπτυξη ωστόσο διακόπηκε γύρω στα 1770 μετά την καταστροφή του οικισμού από επιδρομές άτακτων παραστρατιωτικών ομάδων Τουρκαλβανών. Αναφέρεται ότι οι περισσότεροι από τους κατοίκους του οικισμού διώχτηκαν και πολλοί κατέφυγαν σε μακρινές περιοχές, ακόμα και στις ακμάζουσες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Η έδρα της αρχιεπισκοπής μεταφέρθηκε αρχικά στο γειτονικό χωριό Κακόλακκος και αργότερα στη Πωγωνιανή, ενώ ο αρχιεπίσκοπος διέμενε πλέον στα μετόχια της μονής στο Βουκουρέστι, περιοχή στην οποία είχαν εγκατασταθεί και αναπτύξει σημαντική οικονομική δραστηριότητα κάτοικοι από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και ειδικότερα από τη Διπαλίτσα. Τον 19ο αιώνα, η αρχιεπισκοπή με πατριαρχικό σιγίλιο διαλύθηκε και ενώθηκε με την τότε μητρόπολη Κορυτσάς και Βελλάς.

    Τα κείμενα της ενότητας των Μνημείων Μολυβδοσκεπάστου είναι μία ευγενής προσφορά της αρχαιολόγου κας Παπαδοπούλου Βαρβάρας, Διευθύντριας της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με έδρα τα Ιωάννινα.

    ΠΗΓΗ: ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΜΟΛΥΒΔΟΣΚΕΠΑΣΤΟΥ.

    ΕΚΔΟΣΗ: Πολιτιστικός Σύλλογος Μολυβδοσκεπάστου, 2006.

    ΚΕΙΜΕΝΑ: Παπαδοπούλου Βαρβάρα, Καραμπερίδη Αργυρώ.

  • Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου

     

    Η μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκεπάστου κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία της βυζαντινής Ηπείρου. Είναι κτισμένη σε μικρή απόσταση από τον ομώνυμο οικισμό, στη συμβολή των ποταμών Αώου και Σαρανταπόρου, κοντά στη γραμμή των ελληνοαλβανικών συνόρων. Η προσωνυμία της μονής προέρχεται από τα μολυβδόφυλλα που κάλυπταν άλλοτε τη στέγη του καθολικού.

    Σύμφωνα με επιγραφή, που βρίσκεται πάνω από τη δυτική θύρα του ναού, η ίδρυση της μονής ανάγεται στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο (668-635) και η ανακαίνισή της στον Ανδρόνικο Κομνηνό Μέγα Δούκα Παλαιολόγο. Ο Ανδρόνικος ταυτίζεται με τον ομώνυμο εγγονό του δεσπότη (ηγεμόνα) της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Κομνηνό Δούκα, που υπήρξε διοικητής Βερατίου κατά τα έτη 1323-1328. Κατά μία άλλη άποψη η ανακαίνιση του καθολικού αποδίδεται στον βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328), ο οποίος έδειξε μεγάλη εύνοια στην εκκλησία των Ιωαννίνων και της παραχώρησε πολλά προνόμια.

    Η επιγραφή έχει ως εξής: «ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠAΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΑΙ ΑΕΙΔΗΜΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΠΩΓΩΝΑΤΟΥ, ΜΕΤΑ ΔΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΕΡΕΙΜΩΘΕΙ ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΚΑΙ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΕΝ ΑΥΤΟΝ Ο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Ο ΚΟΜΝΗΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΣ ΔΟΥΚΑΣ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΕΣΧΑΤΟΝ ΑΦΑΝΙΣΜΟΝ ΚΑΙ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΑΝ ΚΑΙ ΕΖΩΓΡΑΦΙΣΑΝ ΑΥΤΟΝ ΟΙ ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΙ ΜΠΩΓΩΝΙΑΝΙΤΑΙ ΕΝ ΕΤΗ ΙΖΛ (7030=1521) ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΚΑΙ ΟΡΑ Ο ΘΕΟΣ ΤΙΝΟΣ ΕΣΤΙΝ Ο ΚΟΠΟΣ».

    Η αρχιτεκτονική του μνημείου δεν επιβεβαιώνει την ίδρυσή του τον 7ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο, τον οποίο αναφέρει ως κτήτορα και η τοπική παράδοση. Γενικότερα, το όνομα του Πωγωνάτου συνδέεται στις τοπικές παραδόσεις με την Ονομασία της ευρύτερης περιοχής της Πωγωνιανής, καθώς και με μία σειρά άλλων μνημείων, όπως η μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος στην Κλειδωνιά, η Μεσογέφυρα της Κόνιτσας και η μονή Βουτσάς. Τα μνημεία αυτά είναι κτισμένα κοντά στο δρόμο, που από την αρχαιότητα ένωνε τη Μακεδονία με την Ήπειρο και ήταν γνωστός ως «βασιλικόδρομος». Η παράδοση για τη διέλευση του Πωγωνάτου από την περιοχή εντοπίζεται ήδη στον 16ο αιώνα, όπως φανερώνει η επιγραφή στο καθολικό της μονής, ενώ από τον 18ο αιώνα σώζεται χειρόγραφη εκδοχή του λεγόμενου «Χρονικού της Πωγωνιανής», γραμμένη από τον αρχιεπίσκοπο Πωγωνιανής Παρθένιο, στην οποία περιγράφονται οι συνθήκες ίδρυσης της μονής από τον αυτοκράτορα. Ωστόσο, αρκετοί μελετητές αμφισβητούν ακόμα και τη διέλευση του αυτοκράτορα από την περιοχή και πιστεύουν ότι η παράδοση προήλθε από την παρετυμολογική συσχέτιση των τοπωνυμίων της Ηπείρου Πωγώνι και Πωγωνιανή με το επώνυμο Πωγωνάτος.

    Η μονή ήταν αρχικά σταυροπηγιακή, υπαγόταν δηλαδή απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από το 14ο αιώνα περιελάμβανε εργαστήριο χειρογράφων. Εδώ μάλιστα φοίτησε το 16ο αιώνα και ο μητροπολίτης Μυρέων, Ματθαίος περίφημος συγγραφέας και υμνογράφος. Γενικότερα, ο 16ος αιώνας αποτελεί περίοδο μεγάλης ακμής για τη μονή. Την εποχή αυτή το καθολικό επεκτάθηκε δυτικά και τοιχογραφήθηκε δύο φορές, το 1521 και το 1537.

    Η μονή Μολυβδοσκεπάστου υπήρξε πλούσιο μοναστήρι με μετόχια και άλλη ακίνητη περιουσία στη Βλαχία, η οποία ωστόσο δημεύτηκε από τη ρουμανική κυβέρνηση στα 1863. Η μονή, όπως και πολλά άλλα ηπειρωτικά μοναστήρια κατά τον 18ο αιώνα, λάμβανε ετήσια επιχορήγηση από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο αλλά και από "ρουφέτια", δηλαδή συντεχνίες, της Κωνσταντινούπολης. Πολλά έσοδα επέφερε και το πανηγύρι που γινόταν στη θέση "παζάρια", βόρεια του περιβόλου της μονής. Σύμφωνα με την παράδοση το πανηγύρι είχε καθιερωθεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο, διαρκούσε ένα μήνα και έπαψε να γίνεται το 1657, μετά από επιδρομή Τουρκαλβανών.

    Το α΄ μισό του 19ου αιώνα το μοναστήρι υπήχθη στη μητρόπολη Πωγωνιανής και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Στις 9 Ιουλίου 1943 η μονή βομβαρδίστηκε από τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής και το συγκρότημα των κελιών της καταστράφηκε.

    Από το 1988 αποτελεί ενεργό ανδρώο μοναστήρι με μεγάλη κοινωνική προσφορά. Αποτελεί τόπο προσκυνήματος και λατρείας και δέχεται καθημερινά πλήθος επισκεπτών από όλη την Ελλάδα.

     

    Η αρχιτεκτονική

    Η μονή περιβάλλεται από ψηλό περίβολο και έχει φρουριακό χαρακτήρα.

    Το καθολικό είναι κτισμένο σε έναν αρκετά σύνθετο τύπο. Αποτελείται από έναν τρίκογχο κυρίως ναό, στη δυτική πλευρά του οποίου προσκολλήθηκαν σταδιακά ένα μονόχωρο σταυρεπίστεγο τμήμα, που αποτελεί σήμερα μέρος του κυρίως ναού και ένας ξυλόστεγος νάρθηκας. Στη βόρεια και νότια πλευρά ήταν προσκολλημένα δύο κατεστραμμένα σήμερα παρεκκλήσια.

    Ο τρίκογχος ναός έχει ανατολικά την μεγάλη πεντάπλευρη αψίδα του Ιερού και πλευρικές μικρότερες ημικυλινδρικές. Ο τρούλος είναι οκτάπλευρος με ιδιαίτερα υψηλές αναλογίες και εδράζεται σε κυβική βάση.

     

    Η τοιχοποιία του τρικόγχου αποτελείται από σχιστόλιθους και παρεμβλητές πλίνθους, σε οριζόντιες συνεχείς σειρές. Η ανατολική αψίδα διαρθρώνεται στο πάνω μέρος με μία κόγχη και τρία τυφλά βαθμιδωτά τόξα, με πλίνθινα πλαίσια. Στον τρούλο το κάτω τμήμα αποτελείται από ψευδοπερίκλειστο (δηλαδή δομή από εγγώνιους λίθους, που περιβάλλονται από πλίνθους, χωρίς απόλυτη κανονικότητα), ενώ το πάνω από αμιγή πλινθοδομή. Στις πλευρές του τυμπάνου του διαμορφώνονται βαθμιδωτά τόξα, στα οποία διανοίγονται στενά παράθυρα σαν θυρίδες, Οδοντωτά γείσα περιτρέχουν τους τοίχους κάτω από τη στέγη, ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος (δηλαδή η διακόσμηση της τοιχοποιίας από πλίνθους κομμένες και συνδυασμένες σε διάφορα σχήματα) περιορίζεται σε λίγα πλίνθινα στοιχεία, ο, σχήματα Κ και Χ με κατακόρυφη διχοτόμο, καθώς και ομοιόθετες γωνίες στο πάνω τμήμα των τυφλών αψιδωμάτων της ανατολικής αψίδας.

    Τα περισσότερα μορφολογικά στοιχεία που παρατηρούνται στις εξωτερικές όψεις του καθολικού της μονής Μολυβδοσκεπάστου (τεχνική κρυμμένης πλίνθου, πολύπλευρη αψίδα, δαντελωτά γείσα του τρούλου, τυφλά αψιδώματα) ανήκουν στην παράδοση της ναοδομίας της Μακεδονίας και γενικότερα της Κωνσταντινούπολης, και πιθανόν μαρτυρούν την καταγωγή των συνεργείων που εργάσθηκαν στο μνημείο.

    Το σταυρεπίστεγο τμήμα του ναού (δηλαδή στεγάζεται με δύο καμάρες, οι οποίες επικαλύπτει η μια την άλλη) οικοδομήθηκε μετά το τρίκογχο, όπως φαίνεται από την ασυμμετρία των μακρών πλευρών του και το γεγονός ότι ο νότιος τοίχος του καλύπτει τμήμα της νότιας αψίδας του κυρίως ναού. Διαφορές εντοπίζονται και στην τοιχοποιία, αφού τα οδοντωτά γείσα και τα κεραμοπλαστικά κοσμήματα του τρικόγχου δεν συνεχίζονται στο σταυρεπίστεγο τμήμα. Το τμήμα αυτό πιθανότατα είναι κατασκευασμένο σε δύο φάσεις, αφού οι παραστάδες, που στηρίζουν την εγκάρσια καμάρα του, ακουμπούν στις παλαιότερες τοιχογραφίες, μαρτυρώντας ότι πιθανόν αρχικά ήταν καμαροσκέπαστος και στη συνέχεια προστέθηκε η εγκάρσια καμάρα. Δεν αποκλείεται βέβαια το τμήμα αυτό του ναού να ήταν εξ αρχής σταυρεπίστεγο και απλώς η εγκάρσια καμάρα του να δέχθηκε κάποια ενίσχυση.

    Η τοιχοποιία του αποτελείται από σχιστόλιθους με πλίνθους που παρεμβάλλονται μεταξύ των λίθων. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος είναι πλουσιότερος από αυτόν του τρικόγχου. Στα αετωματικά τύμπανα ανοίγεται από ένα δίλοβο παράθυρο με πλίνθινο πλαίσιο. Πάνω από τα παράθυρα υπάρχουν εντοιχισμένα έξι αγγεία, τα οποία αποτελούσαν μέρος της διακόσμησης του ναού. Τα αγγεία χρονολογούνται στον 13ο και 14ο αιώνα και έχουν αποδοθεί σε εργαστήρια της Νοτίου Ιταλίας ή Σικελίας και ένα σε εργαστήριο των Σερρών. Στο νότιο τύμπανο υπάρχει μικρού μήκους οδοντωτή ταινία πάνω από το δίλοβο παράθυρο.

    Το 16ο αιώνα στη δυτική πλευρά του καθολικού προστέθηκε ανοικτός νάρθηκας, που δέχθηκε πολλές επισκευές και προσθήκες. Αρχικά έφερε από δύο τοξωτά ανοίγματα στη βόρεια και νότια πλευρά, από τα οποία ανοιχτά είναι σήμερα μόνον αυτά της νότιας πλευράς, όπου υπάρχει χαγιάτι που στηρίζεται σε τρεις πεσσούς.

    Στη νότια και τη βόρεια πλευρά του καθολικού υπήρχαν προσκολλημένα παρεκκλήσια, τα οποία σήμερα δε σώζονται. Από αυτά το παρεκκλήσιο της βόρειας πλευράς, αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό με δύο ανοίγματα που κλείστηκαν τον 16ο αιώνα, αφού σήμερα καλύπτονται με τοιχογραφίες της ίδιας εποχής. Το παρεκκλήσιο της νότιας πλευράς, αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη σώζονταν έως και τη δεκαετία του 1960.

    Νοτιοδυτικά του καθολικού και σε επαφή με τον περίβολο, υπάρχουν τα διώροφα κελιά της μονής, ένα μεγάλο μέρος των οποίων καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τα οποία έχουν αναστηλωθεί και ανακαινιστεί τα τελευταία χρόνια.

     

    Η χρονολόγηση

    Το αρχικό τρίκογχο τμήμα του καθολικού έχει χρονολογηθεί από μερικούς ερευνητές στον 11ο αιώνα, συγκρινόμενο με άλλα μεσοβυζαντινά μνημεία της ευρύτερης περιοχής, όπως π.χ. ο ναός της Παναγιάς Κουμπελίδικης στην Καστοριά, ο οποίος επίσης επιστέφεται από ψηλό τρούλο. Το σταυρεπίστεγο τμήμα έχει χρονολογηθεί με βάση τα εντοιχισμένα αγγεία και το λιτό κεραμοπλαστικό διάκοσμο στα τέλη του 13ου αιώνα η στην πρώτη εικοσαετία του 14ου αιώνα. Η οικοδόμησή του έχει αποδοθεί σε τεχνίτες από τη Μακεδονία ή τις νοτιότερες περιοχές της Ηπείρου.

     

    Οι τοχογραφίες

    Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ναού ανήκουν σε τέσσερις φάσεις. Ατυχώς δεν έχουν ακόμη συντηρηθεί και καλύπτονται από την αιθάλη των κεριών, γεγονός που δυσκολεύει να γίνουν ακριβέστερες παρατηρήσεις σχετικά με το εικονογραφικό πρόγραμμα, την τεχνοτροπία και τις ιδιαιτερότητες των ζωγράφων που τις φιλοτέχνησαν.

    Από την παλαιότερη φάση της ζωγραφικής, η οποία πιθανότατα χρονολογείται στο 14ο αιώνα, αποκαλύφθηκαν λίγα τμήματα στο βόρειο τοίχο του δυτικού διαμερίσματος σε σημεία, όπου το μεταγενέστερο στρώμα είχε καταπέσει. Οι επόμενες τοιχογραφίες έγιναν σύμφωνα με την επιγραφή που προαναφέραμε το 1521, με δαπάνη των τιμιωτάτων Μπωγωνιανιτών. Στις τοιχογραφίες αυτές έχουν αναγνωριστεί αντιστοιχίες με τον διάκοσμο της πρώτης φάσης της μονής των Φιλανθρωπινών στο Νησί των Ιωαννίνων, τόσο στη διάρθρωση των παραστάσεων με την υιοθέτηση της συνεχούς αφήγησης κατά το σύστημα της ζωφόρου, όσο και στην απόδοση των πολυπρόσωπων δραματικών σκηνών. Ομοιότητες εντοπίζονται και σε φυσιογνωμικούς τύπους αγίων και στον κύκλο των Παθών.

    Μια άλλη επιγραφή στον κυρίως ναό αναφέρεται σε μια δεύτερη φάση αγιογράφησης του καθολικού. Συγκεκριμένα η επιγραφή αναφέρει:

    «...Πρωθιεραρχούντος τοιγαρούν τω τηνικαύτα χρόνω/ του Παναγιωτάτου τε κυρού Ιερεμίου/ δόξαν εγώ δε γεγραφώς ταύτην εν θεώ την αρχήν τω δόντι και το τέλος ζμε, ινδ.ι΄ (7045 = 1536/7)».

     

    Οι τοιχογραφίες του 1537 , φιλοτεχνήθηκαν από τον Ευστάθιο Ιακώβου, πρωτονοτάριο Άρτας, ο οποίος εργάσθηκε και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας στην Καστοριά.

    Στον τρούλο διακρίνεται με δυσκολία η μορφή του Παντοκράτορα, ενώ στο σταυρεπίστεγο τμήμα είναι ζωγραφισμένες οι σκηνές της Σταύρωσης, της Μεταμόρφωσης, της Ανάληψης κ.α. Στους πλευρικούς τοίχους διακρίνονται σε ζώνες ολόσωμοι άγιοι, στηθαίοι άγιοι σε μετάλλια και άλλες σκηνές από τον Χριστολογικό κύκλο. Από τις πιο χαρακτηριστικές είναι η ολόσωμη μορφή του Εφραίμ του Σύρου, που είναι ενδεδυμένος με μοναχικά ενδύματα και κρατάει ανοιχτό ειλητάριο.

    Σε μία μεταγενέστερη φάση ανήκουν οι τοιχογραφίες του πρόναου, με τη πολυπρόσωπη σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας, ένα θέμα που εικονογραφείται ευρύτατα τη μεταβυζαντινή εποχή σε πολλούς ναούς και καθολικά μονών στην Ήπειρο. Στη δυτική εξωτερική πλευρά του νάρθηκα σε αψίδωμα διατηρούνται σπαράγματα τοιχογραφίας στην οποία πιθανότατα εικονίζονταν οι δύο επώνυμοι κτήτορες της μονής, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πωγωνάτος και ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος.

     

    Τα κειμήλια

    Η μονή στη μακραίωνη ιστορία της δέχθηκε πολλές λεηλασίες και καταστροφές. Διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη, αφού υπήρξε μεγάλο πνευματικό κέντρο, από την οποία ατυχώς λίγα βιβλία σώζονται σήμερα.

    Στο Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων φυλάσσεται ένα χειρόγραφο ευαγγέλιο της μονής, γραμμένο το 12ο - 13ο αιώνα. Στο 16ο αιώνα, περίοδο ακμής της μονής, ανήκει η αργυρή επένδυση του ευαγγελίου, στην οποία σημειώνεται το έτος 1585 και τα ονόματα των δωρητών: Ματθαίος Προστέλνηκος, 'Ισαρης Σφράτζου και 'Ισαρης Οξιώτης. Ο τελευταίος δωρητής ταυτίζεται με τον "Οξιώτη εκ Πωγωνιανής", ο οποίος το 1568 είχε συμβάλει στην ανακαίνιση του καθολικού της μονής Γηρομερίου στη Θεσπρωτία.

    Από τα κειμήλια της μονής αξιόλογη είναι η ξυλόγλυπτη δίφυλλη θύρα, η οποία είναι από τα λίγα σωζόμενα δείγματα της βυζαντινής ξυλογλυπτικής στην Ήπειρο.

     

    Η διακόσμησή της διαρθρώνεται σε έξι τετράγωνα διάχωρα που περιβάλλονται από πυκνά αλυσιδωτά πλαίσια. Τα διάχωρα κοσμούν μορφές κάτω από κιονοστήρικτα τόξα: πάνω αρχάγγελος και ένθρονη Παναγία συνιστούν Ευαγγελισμό, στη μέση οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος ολόσωμοι και κάτω αντωποί φτερωτοί λέοντες που παλεύουν με φίδια. Η θύρα χρονολογείται στην α΄ εικοσαετία του 14ου αιώνα.

    Η θαυματουργή εικόνα της μονής φυλάσσεται σε προσκυνητάρι. Εικονίζει την Παναγία Βρεφοκρατούσα και φέρει την προσωνυμία Πωγωνιανίτισσα. Στην αργυρή επένδυση που την περιβάλλει υπάρχει μια ενδιαφέρουσα επιγραφή που αναφέρεται στην ιστορία της. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι η εικόνα κοσμήθηκε αρχικά από τους πρώτους κτήτορες της μονής. Το 1550 κάτοικοι της περιοχής της Πωγωνιανής κόσμησαν εκ νέου την εικόνα την οποία είχαν καταστρέψει αλλόθρησκοι. Το 1943 η αργυρή επένδυσή της κλάπηκε και η εικόνα πετάχτηκε, για να βρεθεί λίγο αργότερα σε ένα χαντάκι. Το 1948 κάτοικοι της περιφέρειας Κονίτσης και Πωγωνιανής φρόντισαν για την εκ νέου ανακαίνιση της εικόνας και την κατασκευή της επάργυρης επένδυσης.

    Αξιόλογη είναι επίσης η φορητή εικόνα του Χριστού Ανεξίκακου, με σπάνια διακοσμητικά στοιχεία, όπως μάργαρο και χρυσόσκονη στο ένδυμα, καθώς και σταμπωτά μοτίβα στο πλαίσιο. Είναι έργο του ζωγράφου Παχωμίου, με χαρακτηριστικά από την τέχνη της Μακεδονίας και χρονολογείται στο α΄ μισό του 16ου αιώνα.

    Άλλες φορητές εικόνες από τη μονή είναι η Έγερση του Λαζάρου και η Πεντηκοστή (από το δωδεκάορτο του τέμπλου, 17-18ου αιώνα), ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (δεσποτική, 18ου αιώνα), τμήμα επιστυλίου τέμπλου (18ου αιώνα), η Οδηγήτρια πλαισιωμένη από τους Αγίους Δημήτριο και Γεώργιο έφιππους να σκοτώνουν αντίστοιχα το Σκυλογιάννη και το δράκο (19ου αιώνα) και ο Άγιος Νικόλαος (ρώσικη 19ου αιώνα).

  • Άγιοι Απόστολοι

    Στην άκρη του οικισμού, πάνω σχεδόν στην ελληνοαλβανική μεθόριο, είναι κτισμένος ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Σε θέση με συγκλονιστική θέα στην κοιλάδα όπου ο Σαραντάπορος ενώνεται με τον Αώο, ο ευμεγέθης ναός είναι σήμερα ο ενοριακός και κοιμητηριακός ναός του οικισμού. Η ίδρυσή του ανάγεται στη βυζαντινή περίοδο, αφού το 1298, ναός αφιερωμένος στους Αγίους Αποστόλους αναφέρεται ως έδρα της αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής. Ωστόσο ο ναός που σώζεται σήμερα είναι κτίσμα του 1537 και ανοικοδομήθηκε με χορηγία του Πάνου Αρσενίου, όπως σημειώνεται σε γραπτή επιγραφή, στο δυτικό τοίχο του ναού. Από την ίδια επιγραφή μαθαίνουμε ότι ο ναός τοιχογραφήθηκε σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το 1645, από τους Γραμμοστινούς ζωγράφους Δημήτριο και Ιωάννη Σκούταρη, με χορηγία του Πάνου Παπαδημητρίου.

    Η επιγραφή έχει ως εξής:

    «ΟΥΤΟΣ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ Ο ΕΙΣ ΟΝΟΜΑ ΤΙΜΩΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΕΥΔΟΚΙΑ ΘΕΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΟΠΟΥ ΤΕ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΜΑΚΑΡΙΑ ΤΗ ΛΗΞΕΙ ΓΕΝΟΜΕΝΟΥ ΚΥΡ ΠΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΡΣΕΝΗ ΔΙΑ ΨΥΧΙΚΗΝ ΑΥΤΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΑΥΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΖΜΣΤ ΕΤΟΣ (7046=1537) ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ ΚΥΡΟΥ ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΜΕΤΑ ΔΕ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΝ ΧΡΟΝΩΝ ΟΥΚ ΟΛΙΓΩΝ ΘΕΙΩ ΖΗΛΩ ΚΙΝΗΘΕΙΣ Ο ΤΙΜΙΟΤΑΤΟΣ ΚΥΡ ΠΑΝΟΣ ΩΣ ΤΗΝ ΕΥΠΡΕΠΕΙΑΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΓΑΠΩΝ ΕΞΟΔΙΑΣΕΝ ΕΞ ΙΔΙΩΝ ΑΝΑΛΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΣΕΝ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΕΝ ΩΣ ΚΑΘΩΣ ΟΡΑΤΑΙ ΥΠΕΡ ΨΥΧΙΚΗΝ ΑΥΤΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΓΟΝΕΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ ΚΥΡΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ- ΕΝ ΕΤΟΙ ΖΡΝΔ (7154=1645) ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΩ Κ΄ ΧΕΙΡ ΕΜΟΥ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΚ ΧΩΡΙΟΥ ΓΡΑΜΟΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΥΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΚΟΥΤΑΡΙ».

     

    Οι κτήτορες του ναού, συνοδευόμενοι από σχετικές επιγραφές, απεικονίζονται στο δυτικό τοίχο να κρατάνε ομοίωμα της εκκλησίας. Οι επιγραφές αναφέρουν «ΠΑΝΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ/ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΤΩΡ/ ΕΚ ΒΑΡΩΝ ΤΗΣ/ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» και «ΠΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΟΤΕ/ ΣΑΚΕΛΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΣ ΚΤΗΤΩΡ/ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΑΣ». Τόσο οι αρχοντικές ενδυμασίες τους όσο και ο προσδιορισμός του Πάνου Αρσενίου ως «αυθεντικός πραγματευτής» προδίδουν ότι ανήκαν στην τάξη των πλούσιων εμπόρων, με πιθανό πεδίο δράσης τις ελληνικές παροικίες των Βαλκανίων και της Ευρώπης.

    Σημαντικά στοιχεία για το ναό, αλλά και για τη σχέση της περιοχής με τη Ρωσία διασώζουν έγγραφα που σήμερα βρίσκονται στο Ινστιτούτο Γενικής Ιστορίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών (Κέντρο Παλαιογραφικών και Κωδικολογικών Μελετών). Στα έγγραφα αυτά αναφέρεται η ύπαρξη μονής των Αγίων Αποστόλων, ενώ πληροφορούμαστε ότι το 1630, ο επίσκοπος Πωγωνιανής Σωφρόνιος, ορμώμενος από τη «μονή Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου», επισκέφθηκε τη Μόσχα, προκειμένου να εξασφαλίσει από τον τσάρο οικονομική βοήθεια για τη μονή. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1641, επισκέφθηκε τη Μόσχα για τον ίδιο λόγο ο αρχιμανδρίτης της μονής Παρθένιος (αποσταλμένος του επισκόπου Σωφρονίου) και το ταξίδι θα επαναλάβει το 1651 ο επίσκοπος Δανιήλ, αρχικά αρχιμανδρίτης της μονής των Αγίων Αποστόλων.

     

    Η αρχιτεκτινική

    Ο ναός των Αγίων Αποστόλων είναι κτισμένος στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο. Έχει νάρθηκα στη δυτική πλευρά και στη νότια μεταγενέστερο χαγιάτι που στηρίζεται σε κτιστούς πεσσούς.

     

    Ανατολικά εξέχει η πεντάπλευρη εξωτερικά αψίδα του Ιερού, ενώ δεν διακρίνονται οι μικρότερες αψίδες της Πρόθεσης και του Διακονικού, οι οποίες ανοίγονται στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Στην ίδια πλευρά υψώνεται το κωδωνοστάσιο. Ο ναός καλύπτεται με στέγη από σχιστόπλακες, στο κέντρο της οποίας υψώνεται ο δωδεκάπλευρος τρούλος. Τις πλευρές του τρούλου κοσμούν βαθμιδωτά αψιδώματα, τα οποία επιστέφει οδοντωτή ταινία από πλίνθους. Ανάλογη ταινία κοσμεί τα έξι μικρά μονόλοβα παράθυρα που ανοίγονται στο τύμπανο του τρούλου καθώς και το γείσο, κάτω από τη στέγη του τρούλου. Ο βόρειος και ο νότιος τοίχος του ναού κοσμείται με σειρά τυφλών αψιδωμάτων με πλίνθινη επίστεψη.

    Η κύρια είσοδος του μνημείου ανοίγεται στο νότιο τοίχο του κυρίως ναού. Αρκετά ενδιαφέρουσα είναι η εσωτερική διαρρύθμιση του μνημείου και κυρίως του Ιερού Βήματος, που καλύπτεται με καμάρες, ενώ τα πλάγια διαμερίσματά του (Πρόθεση και Διακονικό) διαχωρίζονται από τον κεντρικό χώρο με συνεχείς τοιχοποιίες στις οποίες ανοίγονται μικρές τοξωτές θύρες επικοινωνίας. Χαρακτηριστικό είναι το σύνθρονο των ιερέων με τον επισκοπικό θρόνο στο μέσο, το οποίο βρίσκεται στην κεντρική κόγχη του Ιερού, θέση που κατείχε πολύ παλαιότερα, κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-6ος αιώνα μ.Χ.). Η παρουσία του στο ναό των Αγίων Αποστόλων θα πρέπει να συνδέεται με τη λειτουργία του ως έδρα επισκοπής.

    Ο ορθογώνιος χώρος του κυρίως ναού έχει την τυπική διαρρύθμιση ενός σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού. Στο κέντρο, τέσσερις εξάπλευροι κτιστοί πεσσοί στηρίζουν τον τρούλο και τις τέσσερις ψηλές καμάρες που σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού. Τα πλάγια διαμερίσματα που δημιουργούνται ανάμεσα στις καμάρες και τους πλευρικούς τοίχους καλύπτονται με αβαθείς θόλους (φουρνικά).

    Ο κυρίως ναός επικοινωνεί με το νάρθηκα μέσω τριών τοξωτών θυρών στο δυτικό τοίχο του. Ο νάρθηκας είχε και απευθείας επικοινωνία με τον περίβολο μέσω δύο θυρών στη νότια και τη δυτική πλευρά του. Από τις δύο θύρες, αυτή της δυτικής πλευράς τοιχίστηκε σε μεταγενέστερη εποχή. Ο νάρθηκας έχει ξύλινη οροφή, ωστόσο η σημερινή μορφή του πρέπει να είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερης επέμβασης, αφού ενδείξεις στο ανώτερο τμήμα της τοιχοποιίας του (σήμερα καλυμμένες από την μεταγενέστερη οροφή), φανερώνουν ότι αρχικά πρέπει να καλυπτόταν από καμάρα. Τυφλά αψιδώματα κοσμούν τον ανατολικό και νότιο τοίχο του νάρθηκα.

    Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στο μνημείο έγιναν εκτεταμένες εργασίες ανακαίνισης και αναστήλωσης από την Αρχαιολογική Υπηρεσία / 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ενώ ο χώρος του νάρθηκα διαμορφώθηκε σε σκευοφυλάκιο όπου εκθέτονται εικόνες και κειμήλια του ναού, καθώς και αποτοιχισμένες τοιχογραφίες από το ναό του Αγίου Σώζοντος.

     

    Οι τοιχογραφίες

    Ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες οι οποίες, σύμφωνα με την επιγραφή που προαναφέρθηκε, έγιναν στα 1645 με τη χορηγία του Πάνου Παπαδημητρίου και είναι έργα του ζωγράφου Δημήτριου και του γιου του Ιωάννη Σκούταρι, οι οποίοι κατάγονταν από το Χωριό Γράμμοστα, σήμερα Γράμμο του νομού Καστοριάς. Από το Γράμμο κατάγονται δύο τουλάχιστον οικογενειακά συνεργεία ζωγράφων, τα οποία δρουν στην περιοχή της Ηπείρου κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα και η τέχνη τους ουσιαστικά συνεχίζει την προγενέστερη ζωγραφική παράδοση των Βαλκανίων, με αρκετές ωστόσο επιδράσεις και από τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα του 16ου αιώνα.

    Το εικονογραφικό πρόγραμμα, η διάταξη των θεμάτων, στο ναό των Αγίων Αποστόλων ακολουθεί σε γενικές γραμμές δεδομένα σχήματα, γνωστά ήδη από την παλαιότερη βυζαντινή περίοδο, τα οποία διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτα και καθ' όλη τη διάρκεια των αιώνων της Οθωμανικής κατάκτησης. Έτσι στην αψίδα του Ιερού εικονίζεται η ένθρονη Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος την οποία συνοδεύουν δύο αρχάγγελοι.

     

    Χαμηλότερα εικονίζεται η παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων, θέμα που αποτελεί συμβολική και αφαιρετική παράσταση του Μυστικού Δείπνου και σχετίζεται άμεσα με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που τελείται στο χώρο του Ιερού. Με τη λειτουργία του χώρου ως Ιερό Θυσιαστήριο συνδέεται και η παράσταση του Μελισμού, στην αμέσως χαμηλότερη ζώνη. ο Χριστός, ως Θυόμενος Άρτος, εικονίζεται μέσα σε δισκοπότηρο, περιβαλλόμενος από αγγελικές δυνάμεις αλλά και από τους σημαντικότερους Ιεράρχες της Εκκλησίας, οι οποίοι, ως συλλειτουργούντες με τον εκάστοτε Ιερέα, στρέφουν προς τον Μελιζόμενο Χριστό. Με τη Θεία Λειτουργία συνδέεται και η συμβολική παράσταση της Άκρας Ταπείνωσης-Αποκαθήλωσης που εικονίζεται στη Πρόθεση.

    Γενικότερα το εικονογραφικό πρόγραμμα του Ιερού περιλαμβάνει αρκετές πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες σκηνές. Έτσι, στην αψίδα συναντάται η ιδιαίτερα σπάνια απεικόνιση του Τριαδικού Θεού, με τη μορφή τριπρόσωπης κεφαλής του Χριστού ενώ στο χώρο της Πρόθεσης η εικονογραφική απόδοση του Στιχηρού (Ύμνου) των Χριστουγέννων με ομάδες αγγέλων και ανθρώπων να καταθέτουν προσφορές στην Βρεφοκρατούσα Θεοτόκο. Στο Διακονικό εικονογραφείται το θέμα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής που πλαισιώνεται από τους σημαντικούς υμνογράφους Ιωάννη Δαμασκηνό και Κοσμά το Μελωδό, ενώ στον ίδιο χώρο αναπτύσσονται οι μεγάλης κλίμακας συνθέσεις της Κοίμησης του Εφραίμ του Σύρου καθώς και η Ρίζα Ιεσσαί, δηλαδή το γενεαλογικό δένδρο της Παναγίας και του Χριστού, στη βάση του οποίου εικονίζεται σειρά αρχαίων Ελλήνων σοφών. Το πρόγραμμα του Ιερού συμπληρώνουν σκηνές από το βίο και τη διδασκαλία του Χριστού καθώς και η εικονογραφική απόδοση των 24 οίκων του Ακαθίστου Ύμνου.

    Στον κυρίως ναό κυριαρχεί η μορφή του Χριστού Παντοκράτορα στο κέντρο του τρούλου. Στις γνωστές τους θέσεις, στα σφαιρικά τρίγωνα που στηρίζουν τον τρούλο εικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές, ενώ την κορφή της βόρειας και της νότιας καμάρας καταλαμβάνει ο Χριστός με νεανικά χαρακτηριστικά, ως Εμμανουήλ και με αρχιερατικά άμφια, ως Μεγάλος Αρχιερέας. Στα υπόλοιπα τμήματα των καμαρών και στα ανώτερα τμήματα των πλάγιων τοίχων αναπτύσσονται παραστάσεις από το βίο, τη διδασκαλία, τα θαύματα και τα πάθη του Χριστού καθώς και από το βίο της Παναγίας. Στο δυτικό τοίχο του ναού κυριαρχεί λόγω του μνημειακού της χαρακτήρα η εντυπωσιακή παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου ενώ χαμηλότερα συναντάται η κτητορική παράσταση με τις μορφές των δύο αφιερωτών Πάνου Αρσενίου και Πάνου Παπαδημητρίου, που αναφέρθηκε και παραπάνω.

    Μορφές ολόσωμων αγίων και αγίων σε μετάλλια εικονίζονται σε δύο ζώνες, στα χαμηλότερα τμήματα των τοίχων καθώς και στις πλευρές των πεσσών που στηρίζουν τον τρούλο. Ξεχωρίζει η μνημειακή παράσταση του Ασπασμού των κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στους οποίους είναι αφιερωμένος ο ναός.

    Το τέμπλο του ναού είναι νεώτερο, με εξαίρεση τα βημόθυρα, που χρονολογούνται στον 17ο αιώνα καθώς και κάποιες από τις δεσποτικές εικόνες, όπως αυτή του ένθρονου Χριστού που περιβάλλεται από ολόσωμους αποστόλους και αυτή του Αγίου Αθανασίου με σκηνές του βίου του. Οι υπόλοιπες εικόνες του τέμπλου είναι έργα του 19ου αιώνα. Αξιόλογη, πιθανώς του 17ου αιώνα, αλλά με νεώτερες επιζωγραφήσεις είναι και η εικόνα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο προσκυνητάριο του ναού.

     

    Το σκευοφυλάκιο στο νάρθηκα

    Ο νάρθηκας του ναού έχει διαμορφωθεί σε σκευοφυλάκιο, στο οποίο φυλάσσονται οι παλαιότερες εικόνες που βρέθηκαν στο χώρο, ορισμένα παλαιότυπα βιβλία, ιερά σκεύη καθώς και αποτοιχισμένα τμήματα τοιχογραφιών από τον ερειπωμένο ναό του Αγίου Σώζοντος. Οι εικόνες και οι τοιχογραφίες συντηρήθηκαν στα εργαστήρια της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

    Ιδιαίτερα αξιόλογες είναι οι μνημειακών διαστάσεων εικόνες του ένθρονου Χριστού που περιβάλλεται από μορφές ολόσωμων αποστόλων, της ένθρονης Παναγίας που περιβάλλεται από ολόσωμους προφήτες καθώς και αυτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που κρατούν ανάμεσά τους ομοίωμα της Εκκλησίας.

     

    Οι εικόνες αυτές, αν και με εκτεταμένες φθορές στη ζωγραφική επιφάνεια, ξεχωρίζουν για την ποιότητα της τέχνης τους που επιτρέπει τη χρονολόγησή τους στον 16ο-17ο αιώνα. Πρόκειται πιθανόν για τις δεσποτικές εικόνες του αρχικού τέμπλου του ναού. Οι επιγραφές στη σλαβονική γλώσσα που συνοδεύουν τις μορφές είναι ίσως ένδειξη ότι οι εικόνες αυτές αποτελούν αφιέρωμα κάποιου εύπορου Διπαλιτσιώτη, εγκατεστημένου στις ελληνικές παροικίες των Βαλκανίων ή της Ρωσίας και επιβεβαιώνουν τις επαφές του ναού, αλλά και γενικότερα του οικισμού με τις περιοχές αυτές.

    Μαζί με τις εικόνες εκτίθεται επίσης το δεξί φύλλο βημόθυρου, με πλούσια ξυλόγλυπτη διακόσμηση και με παραστάσεις του προφήτη Σολομώντα, της Παναγίας του Ευαγγελισμού και ιεραρχών, το οποίο χρονολογείται στον 17ο αιώνα. Πολύ νεότερα, του τέλους του 19ου αιώνα είναι τα δύο εικονίδια με τις μορφές της θρηνοδούσας Παναγίας και του Ιωάννη, τα οποία προέρχονται από την επίστεψη, τα λυπηρά τέμπλου. Στον 19ο αιώνα χρονολογούνται και τα περισσότερα από τα παλαιότυπα και τα ιερά σκεύη, τα οποία πιθανότατα αποτελούν και αυτά αφιερώματα πιστών.

    Από τις αποτοιχισμένες τοιχογραφίες, που προέρχονται από το ναό του Αγίου Σώζοντος ξεχωρίζουν αυτή με τη μορφή προφήτη που κρατά ανοιχτό ειλητό, καθώς και αυτές με τις μορφές ολόσωμων μετωπικών αγίων από τις κατώτερες ζώνες του τοιχογραφικού διακόσμου. Ενδιαφέρον έχει ακόμα και μικρό απότμημα από τη σκηνή της Σταύρωσης με μορφή γυναίκας που θρηνεί. Τα λίγα αυτά δείγματα τοιχογραφιών επιτρέπουν τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών του Αγίου Σώζοντος στον 17ο-18ο αιώνα.

  • Άγιος Δημήτριος

    Στο κέντρο του οικισμού, σε περίοπτη θέση, θεμελιωμένος πάνω σε απότομο βράχο, βρίσκεται ο ερειπωμένος σήμερα βυζαντινός ναός του Αγίου Δημητρίου.

    Πρόκειται για μονόχωρο δρομικό ναό με νάρθηκα, από τον οποίο σήμερα σώζεται η αψίδα και οι πλάγιοι τοίχοι του ναού, περίπου μέχρι τη γένεση του θόλου, και οι τοίχοι του νάρθηκα ως το μέσο περίπου του αρχικού ύψους τους. Τα ερείπια στερεώθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία / 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων τη δεκαετία του 1990.

    Ο ναός στεγαζόταν πιθανότατα με ημικυκλική καμάρα την οποία στήριζαν τρία σφενδόνια (τόξα), από τα οποία σώζονται στο εσωτερικό του ναού μόνον οι παραστάδες. Ίχνη της καμάρας διακρίνονται στη βορειοδυτική και στη νοτιοανατολική γωνιά του ναού.

    Η μεγάλη αψίδα καταλαμβάνει όλο το πλάτος του ναού. Εξωτερικά, στο ανώτερο τμήμα της, ανοίγονται επτά διπλά αβαθή αψιδώματα. Από τέσσερα αψιδώματα ανοίγονται εξωτερικά στο βόρειο και νότιο τοίχο του κυρίως ναού.

    Ο ναός έχει δύο εισόδους, στο νότιο και το δυτικό τοίχο του νάρθηκα, ο οποίος επικοινωνεί με τον κυρίως ναό με μια κεντρική θύρα, πάνω από την οποία υπήρχε ανακουφιστικό τόξο. Φωτιζόταν με έξι μικρά μονόλοβα παράθυρα, με πλίνθινα τόξα.

    Το κατώτερο τμήμα των τοίχων του ναού, ο νάρθηκας και ο διαχωριστικός τοίχος ανάμεσα στο νάρθηκα και στο ναό είναι χτισμένα με αδρά δουλεμένους λίθους σε οριζόντιες σειρές. Αμελέστερη είναι η τοιχοποιία στα κατώτερα τμήματα του μνημείου και στη βάση της αψίδας. Στα ανώτερα τμήματα, από το σημείο γένεσης των αψιδωμάτων και πάνω, στη λιθοδομή παρεμβάλλονται κατά διαστήματα διπλές οριζόντιες ζώνες πλίνθων ενώ από επεξεργασμένο πωρόλιθο, με την παρεμβολή πλίνθινων ζωνών είναι χτισμένα ο κύλινδρος και το τεταρτοσφαίριο της αψίδας. Ελάχιστος κεραμοπλαστικός διάκοσμος διατηρείται στο ανατολικό τμήμα του ναού. Οδοντωτή ταινία περιέτρεχε τα τόξα των αψιδωμάτων και το γείσο της αψίδας, ενώ στο τύμπανο του κεντρικού αψιδώματος διακρίνεται πλίνθινος σταυρός. Πλίνθινα τόξα, μονά ή διπλά κοσμούσαν τα παράθυρα.

    Στο εσωτερικό της αψίδας ανοίγονται τέσσερις ημικυκλικές κόγχες, ανά δύο στην κάθε πλευρά, οι οποίες χρησίμευαν ως πρόθεση και διακονικό. Εντύπωση προκαλεί ο μεγάλος αριθμός αγγείων που έχουν εντοιχιστεί στο ανατολικό τμήμα του ναού και τα οποία συντελούσαν στην καλύτερη ακουστική του χώρου κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Δύο μεγάλες κόγχες υπάρχουν ανάμεσα στις δύο ανατολικές παραστάδες του ναού, ενώ μια ακόμα ορθογώνια κόγχη εντοπίζεται στο νότιο τοίχο του νάρθηκα. Ο ναός αρχικά έφερε τοιχογραφικό διάκοσμο από τις οποίες διατηρούνται ελάχιστα ίχνη στο ανατολικό τμήμα του.

    Ο Άγγλος βυζαντινολόγος Donald Νicol, ο κυριότερος μελετητής των μνημείων της Μολυβοσκεπάστου, ο οποίος πρώτος δημοσίευσε το ναό, τον τοποθετεί χρονολογικά στον 11ο αιώνα, ωστόσο, η τόσο πρώιμη χρονολόγηση του μνημείου έχει αμφισβητηθεί από νεότερους ερευνητές που χρονολογούν το μνημείο στα χρόνια του Δεσποτάτου.

  • Άγιος Σώζοντας

    Στο ψηλότερο σημείο του οικισμού, στα νοτιοδυτικά, στο σημείο που σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες ήταν αρχικά η συνοικία με τις οικίες των ευκατάστατων κατοίκων, βρίσκεται η ερειπωμένη σήμερα εκκλησία του Αγίου Σώζοντος.

    Δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για την ίδρυση του ναού, ούτε για τους λόγους που οδήγησαν στην σχετικά σπάνια για την ηπειρωτική Ελλάδα αφιέρωσή του στον άγιο Σώζοντα, άγιο που συνδέεται ενίοτε με τη αντιμετώπιση επιδημιών. Άγνωστο είναι επίσης πότε ακριβώς κατέρρευσε ο ναός. Πάντως ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν επισκέφτηκε την περιοχή ο Donald Νicol, βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάσταση.

    Τα λείψανα του ναού καθαρίστηκαν και στερεώθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία / 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

     

    Η αρχιτεκτονική

    Ο ναός είναι κτισμένος με τετραγωνισμένους λίθους, αδρά λαξευμένους, τοποθετημένους σε οριζόντιες σειρές. Αρχικά καλυπτόταν με θόλους, οι οποίοι σήμερα έχουν καταρρεύσει. Οι βάσεις τεσσάρων κιόνων, που εντοπίστηκαν στο κέντρο του κυρίως ναού επιτρέπει την αποκατάστασή του στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού ή της τρίκλιτης βασιλικής. Θολωτός ήταν επίσης ο νάρθηκας στα δυτικά, στο δυτικό τοίχο του οποίου διατηρείται η γένεση της ημικυλινδρικής καμάρας που τον κάλυπτε. Στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα ανοίγεται η είσοδος του ναού.

    Σε σχετικά καλή κατάσταση σώζεται σήμερα η ανατολική πλευρά του μνημείου, στην οποία εξέχει η τρίπλευρη αψίδα του Ιερού.

     

    Στο κέντρο της αψίδας ανοίγεται μονόλοβο παράθυρο, το οποίο επιστέφεται από διπλό πλίνθινο τόξο. Παρόμοιο παράθυρο, αλλά μικρότερων διαστάσεων, ανοίγεται στο χώρο της Πρόθεσης. Διπλή οδοντωτή ταινία κοσμεί το γείσο της αψίδας, κάτω από τη στέγη από σχιστόπλακα.

    Εσωτερικά, οι τρεις κόγχες του Ιερού είναι ημικυκλικές. Οι δύο πλαϊνές, της Πρόθεσης και του Διακονικού, εγγράφονται στο πάχος του τοίχου. Τα μέτωπα και των τριών σχηματίζονται από χονδρολαξευμένους πωρόλιθους.

    Ο νάρθηκας επικοινωνεί με τον κυρίως ναό με μία στενή ορθογώνια θύρα, πάνω από την οποία υπάρχει ένα τυφλό αψίδωμα, επίσης από πωρόλιθο. Στο χώρο του νάρθηκα στη νοτιοανατολική γωνία υπάρχουν κόγχη και τυφλό αψίδωμα.

     

    Η χρονολόγηση

    Σύμφωνα με τη μαρτυρία του βυζαντινολόγου Donald Νicol, στην ανατολική όψη του μνημείου υπήρχε ενεπίγραφος λίθος με τη χρονολογία 1537. Αν και το στοιχείο αυτό σήμερα δε σώζεται, η αρχιτεκτονική και ο τρόπος δομής των τοιχοποιιών του μνημείου, τυπικά του 16ου αιώνα, επιβεβαιώνουν τη χρονολόγησή του την εποχή αυτή.

     

    Οι τοιχογραφίες

    Λείψανα τοιχογραφιών υπάρχουν στο εσωτερικό της κεντρικής αψίδας. Κάτω από το παράθυρο της κεντρικής κόγχης υπάρχει η απεικόνιση δικέφαλου αετού με μαύρο χρώμα. Ο δικέφαλος αετός, έμβλημα της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας των Παλαιολόγων, μετά την Άλωση, έγινε το κατεξοχήν πατριαρχικό έμβλημα. Τμήματα τοιχογραφιών, από τους κατεστραμμένους θόλους του μνημείου, κυρίως με μορφές αγίων εντοπίστηκαν σε πεσμένα τμήματα τοιχοποιίας κατά την αποχωμάτωση του μνημείου. Τα τμήματα αυτά συντηρήθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία / 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και φυλάσσονται στο νάρθηκα των Αγίων Αποστόλων.

     

  • Αγία Τριάδα

    Ανεβαίνοντας στο μονοπάτι που από τη μονή οδηγεί στον οικισμό, στα δεξιά, πάνω σε κάθετο ψηλό βράχο, ορθώνεται ο ναός της Αγίας Τριάδας, που δεσπόζει σε ολόκληρη την περιοχή.

    Ο ναός της Αγίας Τριάδας, περιορισμένος στη στενή επιφάνεια του βράχου πάνω στον οποίο είναι σκαρφαλωμένος, έχει πολύ μικρές διαστάσεις. Είναι κτισμένος στον τύπο του σταυρεπίστεγου ναού, δηλαδή στεγάζεται με δύο ανισοϋψείς καμάρες, οι οποίες διασταυρώνονται και σχηματίζουν στη στέγη το σχήμα του σταυρού. Ο μικρός διαθέσιμος χώρος δεν επέτρεψε την ανέγερση νάρθηκα.

    Η στέγη του ναού καλύπτεται από σχιστόπλακες ενώ η επιμελημένη τοιχοδομία του αποτελείται από ανισομεγέθεις, σχεδόν ακατέργαστους λίθους με άφθονο συνδετικό κονίαμα. Η τοιχοποιία είναι περισσότερο επιμελημένη στην τρίπλευρη αψίδα, που εξέχει ανατολικά. Η μικρού μεγέθους αψίδα μοιάζει μετέωρη, καθώς δεν ακουμπά στο έδαφος και βρίσκεται σε αρκετό ύψος από τη βάση του κτιρίου.

    Όπως και στους περισσότερους ναούς της Τουρκοκρατίας, τα παράθυρα είναι λίγα και στενά και ο φωτισμός στο εσωτερικό του ναού είναι ιδιαίτερα λιγοστός και επιβλητικός. Στον ανατολικό τοίχο ανοίγονται τρία παράθυρα, το ένα στην κεντρική αψίδα του Ιερού. Δύο παράθυρα ανοίγονται επίσης στα τύμπανα των αετωμάτων των δύο άκρων της εγκάρσιας καμάρας. Στο μέσο του δυτικού τοίχου υπάρχει και η μοναδική θύρα του ναού.

    Στο χώρο του Ιερού, εκτός από την κεντρική ημικυκλική κόγχη, δύο κόγχες ανοίγονται στον ανατολικό και στο βόρειο τοίχο της Πρόθεσης.

     

    Οι τοιχογραφίες

    Τοιχογραφίες σώζονται μόνο στο χώρο του Ιερού, αλλά η κατάσταση διατήρησής τους δεν είναι καλή. Την κόγχη καταλαμβάνει η καθιερωμένη παράσταση της Πλατυτέρας, στον τύπο της Βλαχερνίτισσας. Η Θεοτόκος είναι μετωπική υψώνει τα χέρια σε στάση δέησης, ενώ ο Χριστός ευλογεί, μέσα σε αμυγδαλόσχημη δόξα, στο στήθος της Μητέρας Του.

    Στην αμέσως κατώτερη ζώνη είναι ζωγραφισμένο το ευχαριστηριακό θέμα του Μελισμού με το Θυόμενο Χριστό μέσα στο Άγιο Ποτήριο. Πίσω του διακρίνονται τα σύμβολα του πάθους, η λόγχη και ο σπόγγος. Αντικριστοί, στραμμένοι προς το Άγιο Ποτήριο, στέκουν οι Ιεράρχες, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας. Φοράνε αρχιερατικά άμφια και κρατούν ανοιχτά ειλητά, στα οποία αναγράφονται λειτουργικά χωρία.

     

    Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης της Πρόθεσης παριστάνεται το καθιερωμένο θέμα της Άκρας Ταπείνωσης. Ο Χριστός, νεκρός, εικονίζεται ως τη μέση μέσα σε σαρκοφάγο. Συνοδεύεται από τις μορφές της Παναγίας και του Ιωάννη, που παραστέκουν θλιμμένοι. Πίσω από τον Χριστό διαγράφεται ο ξύλινος σταυρός του μαρτυρίου του με την επιγραφή ΙΝΒΙ. Στη ζώνη ακριβώς κάτω από την παράσταση της Άκρας Ταπείνωσης βρίσκεται αφιερωματική επιγραφή, όπου δεν διακρίνεται τμήμα χρονολογίας: 166...

    Στο βόρειο τοίχο του ιερού, εικονίζεται μετωπική η μορφή του Πρωτομάρτυρα Στέφανου, ο οποίος σύμφωνα με το καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο φοράει άμφια διακόνου. Στον ώμο του διακρίνεται το οράριο, με μορφή επιμήκους ταινίας, που φέρει την επιγραφή ΑΓΙΟC. Κρατά θυμιατό και κλειστό κιβωτίδιο, λιβανωτίδα.

    Η κόγχη του βόρειου τοίχου κοσμείται με τη γνωστή παράσταση του Οράματος του Πέτρου Αλεξανδρείας, όπως και στο ναό της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής. Στην παράσταση που υπάρχει στο ναό της Αγίας Τριάδας, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος, στρέφει και υψώνει τα χέρια του προς τον Χριστό που εικονίζεται με παιδική μορφή, να κρατά το σχισμένο μανδύα του, πάνω σε Αγία Τράπεζα που καλύπτει κιβώριο. Στη συγκεκριμένη παράσταση σώζονται και οι σχετικές επιγραφές, ο διάλογος που διαμείφθηκε ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, σύμφωνα με το όραμα του επισκόπου. Έτσι, δίπλα στο Πέτρο αναγράφεται: «Τίς σου τον χιτώνα, Σώτερ, διείλε;» ενώ ο Χριστός απαντά: «Άρειος ο άφρων και παγκάκιστος, Πέτρε».

    Ο ναός της Αγίας Τριάδας Μολυβδοσκεπάστου έχει χρονολογηθεί από το βυζαντινολόγο D. Νicol στο 16ο αιώνα, ενώ ο Δ. Τριανταφυλλόπουλος προτείνει για τις τοιχογραφίες μια χρονολόγηση στο 17ο αιώνα, χρονολόγηση που συμφωνεί με το ύφος και τη μορφή των τοιχογραφιών ενώ ενισχύεται και από το ίχνος της επιγραφής που σώζεται στο Ιερό.

  • Ζωοδόχος Πηγή

    Στην κορφή χαμηλού, κατάφυτου λόφου, πάνω στο μονοπάτι που οδηγεί από τη μονή στον οικισμό, βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής.

    Πρόκειται για μονόχωρο, τρίκογχο ναό που καλύπτεται με αβαθή θόλο (φουρνικό), ο οποίος εξωτερικά υψώνεται σε σχέση με τον υπόλοιπο ναό, δίνοντας την εικόνα τρουλοκαμάρας. Το τμήμα αυτό στεγάζεται με τετράρριχτη στέγη από σχιστόπλακα, ενώ δίρριχτες στέγες καλύπτουν το ανατολικό και δυτικό τμήμα του ναού. Στα δυτικά του υπάρχει μικρός νάρθηκας που καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα. Οι τρεις κόγχες είναι εξωτερικά τρίπλευρες και εσωτερικά ημικυλινδρικές. Ο ναός έχει λιγοστά παράθυρα μικρών διαστάσεων, όπως συνηθίζεται στην αρχιτεκτονική της εποχής της τουρκοκρατίας. Η είσοδος στο ναό γίνεται από χαμηλή τοξωτή θύρα, στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα.

    Σύμφωνα με δυσανάγνωστη επιγραφή, χαραγμένη σε λίθο στον ανατολικό τοίχο, πάνω από την αψίδα του ιερού, ο ναός κτίστηκε στα 1604/5.

     

    Οι τοιχογραφίες

     

    Ο ναός ήταν άλλοτε κατάγραφος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στον 17ο αιώνα, ωστόσο το μεγαλύτερο τμήμα τους είναι σήμερα καλυμμένο με νεότερα επιχρίσματα. Καλύτερα διακρίνονται οι τοιχογραφίες στο Ιερό Βήμα, στον κεντρικό θόλο καθώς και στο ανώτερο τμήμα του δυτικού τοίχου.

    Στην κόγχη του Ιερού Βήματος, στο τεταρτοσφαίριο τηs αψίδας εικονίζεται ένθρονη η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, πλαισιωμένη από δύο αρχαγγέλους. Στον ημικύλινδρο της κόγχης, κάτω από τη Θεοτόκο, βρίσκεται η παράσταση του Μελισμού και οι Συλλειτουργούντες Ιεράρχες, που διατάσσονται ανά δύο, δεξιά και αριστερά του παραθύρου της αψίδας. Οι Ιεράρχες (ο άγιος Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο άγιος Αθανάσιος) κρατούν ανοιχτά ειλητά με επιγραφές από τη Θεία Λειτουργία. Ανάμεσά τους, στο κέντρο της σύνθεσης διακρίνονται ίχνη της συμβολικής παράστασης του Μεελιζόμενου Χριστού, θέμα του εμφανίζεται ανελλιπώς στις αψίδες των ναών από τον 12ο αιώνα (βλ. και παραπάνω, την ανάλογα παράσταση στο ναό των Αγίων Αποστόλων). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Χριστός, ως Θυόμενος Άρτος εικονίζεται ξαπλωμένος μέσα σε δισκάριο, καλυμμένος με τον Αέρα και τον Αστερίσκο. Η παράσταση συνοδευόταν από την επιγραφή « Ο ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΑΡΤΟΣ », από την οποία σώζεται μόνο το πρώτο μέρος. Η ονομασία του Χριστού ως Άρτου της Ζωής, προερχόμενη από ευαγγελικά κείμενα, σηματοδοτεί και διευκρινίζει το ευχαριστιακό νόημα της παράστασης.

    Τη μικρή κόγχη της Πρόθεσης, όπως και στους Αγίους Αποστόλους, καταλαμβάνει η ημικατεστραμμένη παράσταση της Άκρας Ταπείνωσης. Στη συμβολική αυτή απεικόνιση της Αποκαθήλωσης και της Ταφής, τη μορφή του νεκρού Χριστού, μέσα σε σαρκοφάγο, συνοδεύουν τα σύμβολα του Πάθους: ο σταυρός, η λόγχη και ο σπόγγος.

    Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, φορώντας τα χαρακτηριστικά άμφια του διακόνου, στιχάριο και οράριο με την επιγραφή ΑΓΙΟC, εικονίζεται σε μικρή κόγχη στο βόρειο τοίχο της Πρόθεσης. Κρατά θυμιατό με το αριστερό χέρι και λιβανωτίδα με το δεξί. Στον ίδιο τοίχο πάνω από την κόγχη αναπτύσσεται η παράσταση του Οράματος του Αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας, θέμα που καθιερώνεται στη μνημειακή ζωγραφική ήδη από τον 13ο αιώνα. Πρόκειται για τη θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο. Ο μικρός Χριστός με σχισμένο χιτώνα στέκεται πάνω σε Αγία Τράπεζα και ζητά από τον Πέτρο να τον υπερασπιστεί απέναντι στον Άρειο, ιδρυτή της αίρεσης του αρειανισμού, που ταλαιπώρησε την Εκκλησία κατά τον 4ο αιώνα. Ο ίδιος ο Άρειος, καταβροχθιζόμενος από τον Βύθιο Δράκοντα, θα πρέπει να εικονιζόταν στο κατώτερο τμήμα του βόρειου τοίχου, όπου διακρίνονται ίχνη του τέρατος.

    Στην καμάρα του Ιερού σώζονται τμήματα των παραστάσεων του Ευαγγελισμού, της Ανάληψης και της Εις Άδου Καθόδου (Ανάσταση). Ανάλογες παραστάσεις από το Βίο του Χριστού θα πρέπει να υπήρχαν και στο ανώτερο τμήμα των τοίχων του ναού, ωστόσο οι περισσότερες είναι σήμερα καλυμμένες με ασβέστη. Διακρίνεται με δυσκολία τμήμα των παραστάσεων της Σταύρωσης, του Νιπτήρα καθώς και της Κοίμησης της Θεοτόκου στο δυτικό τοίχο.

    Στο θόλο του κυρίως ναού κυριαρχεί η επιβλητική μορφή του Παντοκράτορα. Το βάθος πάνω στο οποίο προβάλλει η μορφή κοσμείται από χρυσά άστρα. Το κεντρικό θέμα περιβάλλουν δύο ζώνες με άγιες βορφές που εικονίζονται σε προτομή. Στην πρώτη ζώνη, μέσα σε τετράλοβα μετάλλια παριστάνονται άγγελοι καθώς και η Θεοτόκος με τον Πρόδρομο, στο ανατολικό και δυτικό αξονικό σημείο. Μορφές προφητών καταλαμβάνουν τα κυκλικά μετάλλια της δεύτερης ζώνης.

    Στα χαμηλότερα σημεία των τοίχων υπήρχαν δύο ζώνες, η πρώτη με μορφές ολόσωμων αγίων και η δεύτερη με μορφές αγίων σε μετάλλια. Από τις μορφές αυτές διακρίνονται σήμερα μόνο αυτή της αγίας Ελένης καθώς ο άγιος Πορφύριος (σε μετάλλιο).

    Η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών επιτρέπουν τη χρονολόγησή τους στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και την απόδοσή τους σε κάποιο από τα επαρχιακά συνεργεία ζωγράφων της Ηπείρου και της Μακεδονίας που δρούσαν στην περιοχή την εποχή αυτή.

  • Νεότεροι Ναοί

    Εκτός από τους σημαντικούς ναούς που προαναφέρθηκαν αναλυτικά στα προηγούμενα κεφάλαια, στη Μολυβδοσκέπαστη, σώζεται επίσης μια σειρά μικρών ναών, οι οποίοι κτίστηκαν στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα, δείγματα της θερμής πίστης των κατοίκων του οικισμού. Δεν αποκλείεται αρκετοί από τους ναούς αυτούς να έχουν κτισθεί σε θέση παλαιότερων, αν και σήμερα δεν υπάρχουν στοιχεία να το επιβεβαιώσουν.

    Οι ναοί αυτοί είναι συνήθως μονόχωροι, ξυλόστεγοι, με μικρές αψίδες στα ανατολικά, μικρά παράθυρα και χωρίς ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία. Ο παλαιότερος ανάμεσά τους πρέπει να είναι ο ναός του Αγίου Αθανασίου, κτισμένος στα 1884, ο οποίος όμως ανακαινίστηκε ριζικά πριν λίγα χρόνια. Την ίδια εποχή πιθανόν χρονολογείται και ο ναΐσκος της Αγίας Σωτήρας, έξω από τον οικισμό.

    Νεώτεροι είναι ο επίσης μονόχωρος ναός του Αγίου Γεωργίου, κτισμένος πάνω από την κεντρική βρύση του χωριού, καθώς και αυτός των Ταξιαρχών, που βρίσκεται δίπλα στον ερειπωμένο ναό του Αγίου Δημητρίου.

    Έξω από το χωριό, κοντά στο μονοπάτι που οδηγεί στην μονή, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Χριστοφόρου, ενώ τα ερείπια του ναϊδρίου του Αγίου Ιωάννη εντοπίστηκαν κοντά στη μονή.

Copyright © 2011 - 2015

Code & Design: