Ο ναός ήταν άλλοτε κατάγραφος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στον 17ο αιώνα, ωστόσο το μεγαλύτερο τμήμα τους είναι σήμερα καλυμμένο με νεότερα επιχρίσματα. Καλύτερα διακρίνονται οι τοιχογραφίες στο Ιερό Βήμα, στον κεντρικό θόλο καθώς και στο ανώτερο τμήμα του δυτικού τοίχου.
Στην κόγχη του Ιερού Βήματος, στο τεταρτοσφαίριο τηs αψίδας εικονίζεται ένθρονη η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, πλαισιωμένη από δύο αρχαγγέλους. Στον ημικύλινδρο της κόγχης, κάτω από τη Θεοτόκο, βρίσκεται η παράσταση του Μελισμού και οι Συλλειτουργούντες Ιεράρχες, που διατάσσονται ανά δύο, δεξιά και αριστερά του παραθύρου της αψίδας. Οι Ιεράρχες (ο άγιος Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο άγιος Αθανάσιος) κρατούν ανοιχτά ειλητά με επιγραφές από τη Θεία Λειτουργία. Ανάμεσά τους, στο κέντρο της σύνθεσης διακρίνονται ίχνη της συμβολικής παράστασης του Μεελιζόμενου Χριστού, θέμα του εμφανίζεται ανελλιπώς στις αψίδες των ναών από τον 12ο αιώνα (βλ. και παραπάνω, την ανάλογα παράσταση στο ναό των Αγίων Αποστόλων). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Χριστός, ως Θυόμενος Άρτος εικονίζεται ξαπλωμένος μέσα σε δισκάριο, καλυμμένος με τον Αέρα και τον Αστερίσκο. Η παράσταση συνοδευόταν από την επιγραφή « Ο ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΑΡΤΟΣ », από την οποία σώζεται μόνο το πρώτο μέρος. Η ονομασία του Χριστού ως Άρτου της Ζωής, προερχόμενη από ευαγγελικά κείμενα, σηματοδοτεί και διευκρινίζει το ευχαριστιακό νόημα της παράστασης.
Τη μικρή κόγχη της Πρόθεσης, όπως και στους Αγίους Αποστόλους, καταλαμβάνει η ημικατεστραμμένη παράσταση της Άκρας Ταπείνωσης. Στη συμβολική αυτή απεικόνιση της Αποκαθήλωσης και της Ταφής, τη μορφή του νεκρού Χριστού, μέσα σε σαρκοφάγο, συνοδεύουν τα σύμβολα του Πάθους: ο σταυρός, η λόγχη και ο σπόγγος.
Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, φορώντας τα χαρακτηριστικά άμφια του διακόνου, στιχάριο και οράριο με την επιγραφή ΑΓΙΟC, εικονίζεται σε μικρή κόγχη στο βόρειο τοίχο της Πρόθεσης. Κρατά θυμιατό με το αριστερό χέρι και λιβανωτίδα με το δεξί. Στον ίδιο τοίχο πάνω από την κόγχη αναπτύσσεται η παράσταση του Οράματος του Αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας, θέμα που καθιερώνεται στη μνημειακή ζωγραφική ήδη από τον 13ο αιώνα. Πρόκειται για τη θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο. Ο μικρός Χριστός με σχισμένο χιτώνα στέκεται πάνω σε Αγία Τράπεζα και ζητά από τον Πέτρο να τον υπερασπιστεί απέναντι στον Άρειο, ιδρυτή της αίρεσης του αρειανισμού, που ταλαιπώρησε την Εκκλησία κατά τον 4ο αιώνα. Ο ίδιος ο Άρειος, καταβροχθιζόμενος από τον Βύθιο Δράκοντα, θα πρέπει να εικονιζόταν στο κατώτερο τμήμα του βόρειου τοίχου, όπου διακρίνονται ίχνη του τέρατος.
Στην καμάρα του Ιερού σώζονται τμήματα των παραστάσεων του Ευαγγελισμού, της Ανάληψης και της Εις Άδου Καθόδου (Ανάσταση). Ανάλογες παραστάσεις από το Βίο του Χριστού θα πρέπει να υπήρχαν και στο ανώτερο τμήμα των τοίχων του ναού, ωστόσο οι περισσότερες είναι σήμερα καλυμμένες με ασβέστη. Διακρίνεται με δυσκολία τμήμα των παραστάσεων της Σταύρωσης, του Νιπτήρα καθώς και της Κοίμησης της Θεοτόκου στο δυτικό τοίχο.
Στο θόλο του κυρίως ναού κυριαρχεί η επιβλητική μορφή του Παντοκράτορα. Το βάθος πάνω στο οποίο προβάλλει η μορφή κοσμείται από χρυσά άστρα. Το κεντρικό θέμα περιβάλλουν δύο ζώνες με άγιες βορφές που εικονίζονται σε προτομή. Στην πρώτη ζώνη, μέσα σε τετράλοβα μετάλλια παριστάνονται άγγελοι καθώς και η Θεοτόκος με τον Πρόδρομο, στο ανατολικό και δυτικό αξονικό σημείο. Μορφές προφητών καταλαμβάνουν τα κυκλικά μετάλλια της δεύτερης ζώνης.
Στα χαμηλότερα σημεία των τοίχων υπήρχαν δύο ζώνες, η πρώτη με μορφές ολόσωμων αγίων και η δεύτερη με μορφές αγίων σε μετάλλια. Από τις μορφές αυτές διακρίνονται σήμερα μόνο αυτή της αγίας Ελένης καθώς ο άγιος Πορφύριος (σε μετάλλιο).
Η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών επιτρέπουν τη χρονολόγησή τους στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και την απόδοσή τους σε κάποιο από τα επαρχιακά συνεργεία ζωγράφων της Ηπείρου και της Μακεδονίας που δρούσαν στην περιοχή την εποχή αυτή.
οι τοιχογραφίες